μηχανικῶς

μηχανικῶς
μηχανικός
resourceful
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μηχανικός — ή, ό (ΑΜ μηχανικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις μηχανές ή αυτός που εκτελείται με μηχανές (α. «ὀργάνοις τισί μηχανικοῑς», Αριστοτ. β. «μηχανική καλλιέργεια» γ. «μηχανική βλάβη») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην… …   Dictionary of Greek

  • ορειχαλκόσκονη — η σκόνη ορειχάλκου, κασσιτέρου και συνηθέστερα ψευδαργύρου, η οποία παράγεται χημικώς ή μηχανικώς με θρυμματισμό και κονιοποίηση και χρησιμοποιείται σε επιχρυσώσεις, αντί τής σκόνης χρυσού, στη βιβλιοδεσία, στη διακοσμητική, σε γύψινα και άλλα… …   Dictionary of Greek

  • πόλος — ο, ΝΜΑ 1. καθένα από τα δύο άκρα τού νοητού άξονα γύρω από τον οποίο φαίνεται να στρέφεται η ουράνια σφαίρα ή τού άξονα περιστροφής τής Γης ή άλλων ουράνιων σωμάτων (α. «γεωγραφικοί πόλοι τής Γης» καθένα από τα δύο σημεία στα οποία ο στιγμιαίος… …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • στροφοδείκτης — ο, Ν ναυτ. όργανο συνδεδεμένο μηχανικώς ή ηλεκτρικώς με την άτρακτο τής έλικας που δείχνει τον αριθμό τών στροφών κατά λεπτό και από το οποίο, με πολλαπλασιασμό με το βήμα τής έλικας εξάγεται η ταχύτητα τού πλοίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”